πιλοτάρω

πιλοτάρω
Ν·1. κατευθύνω πλοίο ως πιλότος, ως πλοηγός
2. κυβερνώ, διευθύνω με τους απαραίτητους χειρισμούς αεροσκάφος ή όχημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. pilotare (βλ. λ. πιλότος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πιλοτάρω — πιλοτάρω, πιλοτάρισα βλ. πίν. 55 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • πιλοτάρω — 1. οδηγώ πλοίο, πλοηγώ. 2. οδηγώ αεροπλάνο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πιλοτάρισμα — το, Ν 1. ναυτ. το σύνολο τών χειρισμών, με τους οποίους ένα πλοίο εκτελεί τους απαραίτητους ελιγμούς κατά την κίνησή του μέσα σε λιμάνια ή διώρυγες 2. (αεροπ.) η διακυβέρνηση αεροσκάφους κατά τη διάρκεια τής πτήσης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πιλοτάρω, κατά… …   Dictionary of Greek

  • πιλοτήριο — το, Ν ο θάλαμος χειρισμών πλοήγησης αεροσκάφους ή πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πιλότος* / πιλοτάρω + επίθημα τήριο (πρβλ. χειρισ τήριο)] …   Dictionary of Greek

  • πλοηγώ — έω, Ν [πλοηγός] 1. είμαι πλοηγός, εκτελώ το έργο τού πλοηγού 2. οδηγώ πλοίο κοντά στις ακτές ή διά μέσου στενών θαλάσσιων διόδων ή εντός λιμένα, κν. πιλοτάρω 3. μτφ. οδηγώ κάποιον και τόν βοηθώ να βγει από μια δύσκολη κατάσταση …   Dictionary of Greek

  • πλοηγώ — 1. μτβ., οδηγώ το πλοίο σε ορισμένες περιπτώσεις, πιλοτάρω. 2. αμτβ., είμαι πλοηγός: Χρόνια πλοηγούσε στη διώρυγα του Σουέζ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”